- υδροτακτισμός
- ο, Ν1. βιολ. α) κατευθυνόμενη απόκριση ενός κινητού οργανισμού, η οποία συνίσταται στη μετακίνησή του προς το νερό ή σε απομάκρυνσή του από αυτό, με οδηγό τη διαβάθμιση τής υγρασίαςβ) (ειδικά) περίπτωση τής συμπεριφοράς τών υδρόβιων ζώων κατά την οποία, όταν αυτά τοποθετηθούν στην ξηρά, προσανατολίζονται προς το νερό για να επιστρέψουν σ' αυτό2. φρ. α) «θετικός υδροτακτισμός»βιολ. τακτισμός κατά τον οποίο ο οργανισμός μετακινείται προς το νερόβ) «αρνητικός τακτισμός»βιολ. τακτισμός κατά τον οποίο ο οργανισμός απομακρύνεται από το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrotactisme (< υδρ[ο]-* + τακτισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.